Αρχαιολογικοί Θησαυροί

Αρχική / Αρχαιολογικοί Θησαυροί

  • Δυτική Αττική

  • 6ος αι. π.Χ.

    Αρχαιολογικός Χώρος Ελευσίνας

    Κατά την αρχαιότητα, η είσοδος στο ιερό γινόταν, όπως και σήμερα, από τη μεγάλη πλακόστρωτη αυλή (2ος αιώνας μ.Χ.) στα βόρεια, όπου κατέληγε η Ιερά Οδός από την Αθήνα, ο δρόμος των Μεγάρων και η οδός του λιμανιού. Η αυλή πλαισιωνόταν από δύο στοές και δύο θριαμβικές αψίδες, αντίγραφα της αψίδας του Αδριανού στην Αθήνα. Οι τελευταίες είχαν τοποθετηθεί στα σημεία κατάληξης των οδών των Μεγάρων και του λιμανιού. Στο κέντρο της αυλής μπορεί κανείς να δει την κρηπίδα του μικρού δωρικού ναού της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Πατρός Ποσειδώνος (2ος αιώνας), καθώς και τους μαρμάρινους βωμούς τους. Τα κτήρια πίσω από την ανατολική αψίδα είχαν οικοδομηθεί κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, για να καλύψουν τις ανάγκες των επισκεπτών (λουτρά, καπηλεία, πανδοχεία).Στον χώρο του ιερού μπαίνει κανείς από δωρικό πρόπυλο, γνωστό ως «Μεγάλα Προπύλαια» (2ος αιώνας μ.Χ.), που αποτελεί ακριβές αντίγραφο των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθηνών. Στα ανατολικά των Μεγάλων Προπυλαίων εντοπίζεται το Καλλίχορο φρέαρ (6ος αιώνας), το πηγάδι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, κάθισε περίλυπη και κατάκοπη η θεά Δήμητρα μόλις έφτασε στην Ελευσίνα (βλ. παρακάτω). Τα Μεγάλα Προπύλαια ακολουθεί μικρή αυλή στα νότια, η οποία οδηγεί διά μέσου των λεπτοφτιαγμένων Μικρών Προπυλαίων (1ος αιώνας) στον κυρίως χώρο του ιερού. Στα δυτικά των Μεγάλων Προπυλαίων έχουν ανασκαφεί αποθήκη σιτηρών (6ος αιώνας), το ρωμαϊκό πρυτανείο και η ιερή οικία των Kηρύκων (2ος αιώνας μ.X.).Στο κυρίως ιερό, στα νοτιοδυτικά των Μικρών Προπυλαίων, υπάρχει ο τριγωνικός περίβολος που περιέβαλλε το Πλουτώνιο, δηλαδή σπήλαιο από όπου είχε εμφανιστεί ξαφνικά ο Πλούτωνας,για να αρπάξει την Περσεφόνη (βλ. παρακάτω).Εντός του περιβόλου υπάρχει μικρό ναϊκό οικοδόμημα του 4ου αιώνα, που έχει κτιστεί πάνω σε αρχαιότερο ναό (6ος αιώνας). Στα νοτιοανατολικά του ναΐσκου εντοπίζονται βαθμιδωτή εξέδρα για τελετουργικά δρώμενα και τα θεμέλια του ναού της Eκάτης πάνω στον βράχο. Η βραχώδης προεξοχή πίσω από την εξέδρα ταυτίζεται από αρκετούς ερευνητές με την «αγέλαστη πέτρα», όπου,σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, κάθισε η θλιμμένη Δήμητρα, για να ξαποστάσει.

    Το πιο σημαντικό κτήριο του ελευσινιακού ιερού ήταν το περίφημο Τελεστήριο, με αρχιτεκτο νική μορφή σε άμεση σχέση με τον μυστηριακό χαρακτήρα των όσων τελούνταν στο εσωτερικό του. Πρόκειται για ένα περίπου τετράγωνο οικοδόμημα με 42 εσωτερικούς κίονες για τη στήριξη της στέγης. Βαθμίδες περιέτρεχαν και τους τέσσερις τοίχους και προσέφεραν κάθισμα στους μυημένους που παρακολουθούσαν τα Μυστήρια. Στο κέντρο βρισκόταν το ανάκτορο με τα ιερά σύμβολα της θεάς. Ο χώρος, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε παράθυρα· υπήρχε μόνο ένα άνοιγμα στην οροφή για εξαερισμό. Ο φωτισμός θα γινόταν από αναμμένους δαυλούς, οι οποίοι θα δημιουργούσαν μια ιδιαίτερα μυσταγωγική ατμόσφαιρα μέσα στο δάσος των κιόνων. Τα ερείπια του Τελεστηρίου που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης ανήκουν στον 4ο αιώνα. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει και αρχαιότερες φάσεις, που ανάγονται στον 5ο και στον 6ο αιώνα. Διακεκριμένοι αρχιτέκτονες εργάστηκαν κατά καιρούς στον σχεδιασμό του, όπως ο Iκτίνος, ο Kόροιβος, ο Mεταγένης και ο Ξενοκλής. Ο Φίλωνας προσέθεσε στοά στην ανατολική πλευρά του Τελεστηρίου κατά τον 4ο αιώνα.Στα νότια του λατρευτικού συγκροτήματος έχουν ανασκαφεί διάφορες στοές, δεξαμενές και αποθήκες, το βουλευτήριο (4ος αιώνας), το ρωμαϊκό γυμνάσιο, ένας ναός προς τιμήν της αυτοκράτειρας Φαυστίνας (ναός L) και ένα Μιθραίο.
    Περισσότερα...
    5ος αι. π.Χ.

    Η κρίνη του Θεαγένη

    Στην περιοχή ανάμεσα στις δύο ακροπόλεις εντοπίζεται η περίφημη κρήνη του Θεαγένη.Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες και πιο καλοδιατηρημένες αρχαίες κρήνες σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αποτελείται από μία δεξαμενή και μία ορθογώνια λεκάνη στην πρόσοψή της. Αν και οι αρχαιολόγοι τοποθετούν την κρήνη στις αρχές του 5ου αιώνα, βάσει της τοιχοδομίας της, η κατασκευή της αποδίδεται από τον Παυσανία (Ι, 40, 1) στον τύραννο Θεαγένη, ο οποίος κυβέρνη- σε τα Μέγαρα κατά το διάστημα 640-580: «Στην πόλη τους έχουν οι μεγαρείς μία κρήνη που τους την έχτισε ο Θεαγένης, για τον οποίο και πριν ανέφερα, για την κόρη του που την πά- ντρεψε με τον Αθηναίο Κύλωνα. Αυτός ο Θεαγέ- νης, όταν ήταν τύραννος, έχτισε την κρήνη που είναι αξιοθέατη για το μέγεθός της και για το διάκοσμο και για το πλήθος των κιόνων της. Το νερό που τρέχει μέσα στην κρήνη αυτή λέγεται των Σιθνιδών νυμφών» (για τη μετάφραση, βλ. Παπαχατζή 1994, σελ. 490-491).Οι Σιθνίδες νύμφες κατοικούσαν,σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των Μεγάρων. Η δεξαμενή της κρήνης του Θεαγένη συγκέντρωνε το νερό, που έφτανε μέσω αγωγών από τα βόρεια και τις υπώρειες των Γερανείων στα δυτικά.
    Περισσότερα...
    4ος αι. π.Χ.

    Το φρούριο της Φυλής

    Το αρχαίο οχυρό της Φυλής εντοπίζεται στη βορειοδυτική πλαγιά της Πάρνηθας, σε υψόμετρο 850 μέτρων, γύρω στα 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Φυλής.Πρόκειται για ένα από τα πολυάριθμα παραμεθόρια φρούρια που είχαν κατασκευάσει οι Αθηναίοι, προκειμένου να ελέγχουν τους δρόμους που οδηγούσαν στην αττική ενδοχώρα. Το φρούριο της Φυλής, που χρονολογείται στον 4ο αιώνακατέχει στρατηγική θέση, καθώς βρίσκεται πάνω στον πιο άμεσο, αν και όχι τον ευκολότερο, δρόμο που συνέδεε την Αθήνα με τη Θήβα.Το ακανόνιστου σχήματος τείχος αγκαλιάζει την ανατολική πλευρά του υψώματος. Η δυτική πλευρά του υψώματος είναι τόσο απόκρημνη,ώστε δεν χρειάστηκε να περιβληθεί με τείχος.Η κορυφή του υψώματος προσφέρει μία εξαιρετική θέα της πόλης των Αθηνών. Τα απότομα βράχια εκεί εξομαλύνθηκαν, ώστε να δημιουργηθεί χώρος αρκετά επίπεδος για να φιλοξενήσει οικοδομήματα. Πρόκειται για καταλύματα και κτήρια, τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες της φρουράς που κατοικούσε εκεί σεμόνιμη βάση. Από τα κτίσματα αυτά έχουν διασωθεί μόνο τα θεμέλια.

    Ο οχυρωμένος χώρος είναι σχετικά περιορισμένος (30 x 100 μέτρα). Το τείχος έχει πλάτος 2,5 μέτρα κατά μέσο όρο και επιστέφεται από επάλξεις. Είναι κατασκευασμένο από καλοδουλεμένους ορθογώνιους ογκόλιθους από ντόπιο γκρίζο ασβεστόλιθο. Διαθέτει τέσσερις πύργους, τρεις ορθογώνιας κάτοψης και έναν κυκλικής. Ο κυκλικός πύργος, με διάμετρο περί τα 6 μέτρα, είναι ο ισχυρότερος. Βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία, η οποία είναι και η πλέον ευπρόσβλητη, καθώς εκεί το έδαφος είναι πολύ πιο ομαλό. Στην ανατολική πλευρά του τείχους, κοντά στον κυκλικό πύργο, υπάρχει η κύρια πύλη του κάστρου.Μια δεύτερη πύλη βρίσκεται στη νότια πλευρά.Τμήματα τοίχων πολυγωνικής τοιχοδομίας, τα οποία εντοπίστηκαν στα βορειοανατολικά του φρουρίου του 4ου αιώνα, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής, έχουν αποδοθεί από κάποιους ερευνητές σε αρχαιότερη οχύρωση. Πιθανώς να πρόκειται για το οχυρό που, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, κατέλαβε ο Θρασύβουλος το 404. Ήταν τη χρονιά που, μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στη Θήβα, η Αθήνα βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Θρασύβουλος, ηγούμενος μικρής ομάδας πολεμιστών, έσπευσε στην πόλη με στόχο την κατάλυση του νέου καθεστώτος και την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς που το προάσπιζε. Κινήθηκε, λοιπόν, από τη Θήβα προς την Αθήνα, χρησιμοποιώντας τον ορεινό δρόμο της Πάρνηθας που προαναφέρθηκε. Το πρώτο φρούριο των Φυλασίων θα πρέπει να συνδεόταν με τρεις πύργους, τα ερείπια των οποίων σώζονταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα σε χαμηλούς λόφους στα νότια και στα ανατολικά της οχύρωσης του 4ου αιώνα. Δύο από αυτούς απείχαν γύρω στα 500 μέτρα από την πηγή, ενώ ο τρίτος εντοπιζόταν κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, περίπου 1.000 μέτρα ανατολικά. Ο τέταρτος πύργος υπήρχε σε ύψωμα στη θέση Βίγλα ή Άρμα, που βρίσκεται 100 μέτρα νοτιοδυτικά της Φυλής.

    Το οικοδόμημα αυτό θα πρέπει να αποτελούσε παρατηρητήριο-φρυκτωρία, καθώς προσέφερε ανεμπόδιστη θέα στον παρακείμενο δρόμο.Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι τα τμήματα πολυγωνικής τοιχοποιίας στα βορειοανατολικά του φρουρίου του 4ου αιώνα δεν ανήκουν σε οχυρό, αλλά σε οικισμό. Αν αυτή η ερμηνεία ισχύει, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Θρασύβουλος κατέλαβε αυτό το χωριό και το χρησιμοποίησε ως ορμητήριο εναντίον του Πειραιά. Πάντως, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φρουρίου, και η θέση του αρχαίου δήμου της Φυλής εντοπίζεται κάπου μεταξύ αυτής της τοποθεσίας και πηγής άφθονου νερού στα ανατολικά της οχύρωσης του 4ου αιώνα. Η ανέγερση της τελευταίας εντάχθηκε σε ένα γενικότερο πρόγραμμα κατασκευής οχυρώσεων, που πραγματοποίησαν οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το φρούριο της Φυλής αναφέρεται σε επιγραφές και ψηφίσματα του 4ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στους πολέμους εναντίον των Μακεδόνων, κατά τον 3ο αιώνα. Το 304 πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε από τον Κάσσανδρο στο πλαίσιο της σύγκρουσής του με τον Δημήτριο Α΄ τον Πολιορκητή και παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι το 283. Η τελευταία επιγραφική μαρτυρία σχετίζεται με επισκευές που πραγματοποιήθηκαν στο τείχος και χρονολογείται το 236.
    Περισσότερα...
    4ος αι. π.Χ.

    Το φρούριο των Ελευθέρων

    Το εντυπωσιακό αρχαίο φρούριοπου δεσπόζει στην κορυφή υψώματος στο πέρασμα της Κάζας, στην παλαιά εθνική οδό Αθήνας- Θήβας, ταυτίζεται από τους περισσότερους ερευνητές με την ακρόπολη των αρχαίων Ελευθερών.Χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 4ου αιώνα.Εντός των ορίων του τειχισμένου χώρου, κοντά στο βόρειο σκέλος της οχύρωσης, έχει εντοπιστεί κτίσμα ορθογώνιας κάτοψης, το οποίο χωρίζεταιστα δύο από κεντρικό διάδρομο. Εκεί στεγαζόταν, πιθανότατα, το αρχηγείο της φρουράς που διέμενε στην ακρόπολη, ενώ οι στρατιώτες θα πρέπει να διέμεναν σε αντίσκηνα ή ξύλινα παραπήγματα. Στα δυτικά του κτίσματος αυτού έχουν ανασκαφεί ερείπια κατοικιών. Όταν το φρούριο έπαψε να χρησιμοποιείται ως στρατιωτική βάση,στον χώρο δημιουργήθηκε μικρός συνοικισμός.Μάλιστα, στο κτίσμα με τον κεντρικό διάδρομο έχουν βρεθεί βαρίδια αργαλειού, πράγμα που υποδεικνύει μια σαφώς οικιστική εγκατάσταση.Η τελευταία πρέπει να πραγματοποιήθηκε κατά τα πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια.

    Το οχυρό των Ελευθερών βρισκόταν σε εξαιρετικά στρατηγική θέση, καθώς φρουρούσε σημαντικό πέρασμα στον δρόμο που συνέδεε την Αθήνα με τη Θήβα. Οικοδομήθηκε είτε από τους Θηβαίους, είτε από τους Αθηναίους ως μέρος ενός ευρύτερου δικτύου μεθοριακών οχυρώσεων, που είχαν ως στόχο την αναχαίτιση των εισβολέων. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα,το φρούριο επισκευάστηκε και ενισχύθηκε, προφανώς εν όψει της απειλής του Φιλίππου Β΄.Οι Ελευθερές αρχικά ανήκαν στη Βοιωτία.Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ήταν η γενέτειρα του Διονύσου, ο οποίος λατρευόταν εκεί με το προσωνύμιο «Ελευθερεύς». Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα επί Πεισιστράτου, τάχθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων, εξέλιξη που θα πρέπει να συνδε θεί με τη μεταφορά της λατρείας του Διονύσου Ελευθερέως στην Αθήνα. Στο ιερό του Διονύσου,κάτω από την αθηναϊκή Ακρόπολη, φυλασσόταν το ξόανο του θεού, που είχε έρθει από τις Ελευθερές, προφανώς στο πλαίσιο της παραπάνω συμμαχίας. Με ανάλογο τρόπο είχε μεταφερθεί στην Αθήνα η ελευσινιακή λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης μέσω της ίδρυσης του Εν Άστει Ελευσινίου, αμέσως μετά την τελική προσάρτηση της Ελευσίνας τον 6ο αιώνα. Στις Ελευθερές, στα νότια του φρουρίου,έχουν εντοπιστεί, εξαιρετικά αποσπασματικά,τα ερείπια του ναού του Διονύσου Ελευθερέως.Πρόκειται για ναό δωρικού ρυθμού του 4ου αιώνα, γύρω από τον οποίο εντοπίστηκαν και ίχνη οικισμού. Ο τελευταίος υπήρχε κατά τα χρόνια του Παυσανία. Επιπλέον, στα ανατολικά του λόφου ανασκάφηκαν τα θεμέλια δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών, που υποδεικνύουν συ-νέχιση της κατοίκησης στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Η σπηλιά με την πηγή κρύου νερού, όπου λεγόταν ότι η Αντιόπη γέννησε τους γιους του Δία, Ζήθο και Αμφίονα, μπορεί να ταυτου φρουρίου, ή με σπηλαιόμορφο βαθούλωμα που έχει εντοπιστεί στα ανατολικά της οχύρωσης από τον ανασκαφέα Ε. Στίκα.
    Περισσότερα...
    4ος αι. π.Χ.

    Το φρούριο των Αιγωσθένων

    Η θέση βρίσκεται σε λόφο, τμήματων νοτιοανατολικών υπωρειών του Κιθαιρώνα,που δεσπόζει στον μικρό όρμο του Πόρτο Γερμενό, στο ανατολικότερο άκρο του Κορινθιακού κόλπου. Το φρούριο, που αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της οχυρωματικής τέχνης του 4ου αιώνα, διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Η αρχαία οχύρωση έχει στενόμακρο σχήμα,με τις στενές πλευρές (μήκους 200 μέτρων περίπου) στα ανατολικά και στα δυτικά. Οι μακρές πλευρές (μήκους 450 μέτρων περίπου) κατηφορίζουν μέχρι την παραλία στα δυτικά.Το φρούριο είναι κτισμένο σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα. Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα βρίσκεται στην ανατολική πλευρά, όπου και ήταν η ακρόπολη, η οποία χωρίζεται από τον υπόλοιπο οχυρωμένο χώρο με εσωτερικό τείχος. Αντίθετα, το νότιο και το δυτικό σκέλος είναι σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένα. Μάλιστα, το τείχος της νότιας πλευράς μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς η ισχυρή οχύρωση της ακρόπολης είχε πιθανότατα κριθεί επαρκής. Επιπλέον,παράλληλα προς τη νότια πλευρά του φρουρίου κυλούσε ρέμα, η κοίτη του οποίου είχε εκβαθυνθεί σημαντικά· το χώμα είχε χρησιμοποιηθεί στη δημιουργία αναχώματος, το οποίο παρακολουθούσε την πορεία του ρέματος και παρείχε περισσότερη ασφάλεια.

    Σώζονται 16 από τους τετράπλευρους πύργους του φρουρίου, με πιο καλοδιατηρημένο αυτόν στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου. Ο πύργος αυτός έχει σχήμα τετράγωνο με πλευρά 8 μέτρων και, έως τον σεισμό του 1981, σωζόταν σε ύψος 15 μέτρων, δηλαδή μέχρι τις επάλξεις. Κτισμένος από ασβεστόλιθο και κροκαλοπαγή λίθο, ο οχυρωματικός πύργος διέθετε δύο ορόφους με ξύλινα δάπεδα. Το φρούριο είχε τουλάχιστον δύο πύλες, οιοποίες έχουν εντοπιστεί στο βόρειο σκέλος του.Η ακριβής χρονολογία οικοδόμησης του φρουρίου των Αιγοσθένων παραμένει άγνωστη.Βάσει αρχιτεκτονικών μελετών, έχουν προταθεί οι αρχές και τα τέλη του 4ου, καθώς και οι αρχές του 3ου αιώνα. Το φρούριο κατασκευάστηκε από τους Μεγαρείς, ίσως με τη βοήθεια των Αθηναίων.Πάντως είναι βέβαιο ότι κάποιο οχυρωματικό οικοδόμημα προϋπήρχε του 4ου αιώνα, αφού έχουν αποκαλυφθεί τμήματα τείχους με πολυγωνική τοιχοποιία στο εσωτερικό της οχύρωσης.Η κατοίκηση στα Αιγόσθενα ανάγεται στον 8ο αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, ο οικισμός ανήκε στα Μέγαρα και αποτελούσε έναν από τους συνοριακούς προμαχώνες τους. Στους γύρω λόφους έχουν εντοπιστεί νεκροταφεία, ενώ στα βόρεια και στα ανατολικά του φρουρίου εκτείνονται χωράφια που κατά την αρχαιότητα θα χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για την καλλιέργεια του περίφημου Αιγοσθενίτη οίνου.
    Περισσότερα...
    4ος αι. π.Χ.

    Ο πύργος της Οινόης

    Στα νότια του σύγχρονου χωριού της Οινόης, που είναι γνωστό και ως Μάζι, υψώνονται τα ερείπια τετράπλευρου οχυρωματικού πύργου του 4ου αιώνα. Το οικοδόμημα υπολογίζεται ότι είχε τέσσερις ορόφους, ενώ το ύψος του θα πρέπει να έφτανε τα 16 μέτρα. Μία από τις γωνίες του πύργου διατηρείται σχεδόν σε ολόκληρο το ύψος της. Στις πλευρές των σωζόμενων τοίχων υπάρχουν σειρές οπών, στις οποίες τοποθετούνταν τα ξύλινα δοκάρια για τη στήριξη των δαπέδων, καθώς και στενά παράθυρα, που επέτρεπαν τον έλεγχο του παρακείμενου δρόμου. Επιπλέον, ο πύργος της Οινόης πρέπει να εντασσόταν σε δίκτυο φρυκτωριών, δηλαδή σημείων από όπου εκπέμπονταν μηνύματα με τη χρήση πυρσών. Η φρυκτωρία της Οινόης ήταν κτισμένη σε ακατοίκητη περιοχή και συνδεόταν με γειτονική οχύρωση στα βορειοανατολικά του σύγχρονου χωριού,καθώς και με το φρούριο των Ελευθερών. Φαίνεται πως παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.H οχύρωση στα βορειοανατολικά της σύγ-χρονης Οινόης, σε θέση γνωστή ως «Μυούπολη»,ταυτίζεται από κάποιους ερευνητές με τα ερεί-πια της αρχαίας Οινόης. Το φρούριο, που επόπτευε την ομώνυμη εύφορη πεδιάδα, περιλαμβάνει οχυρωματικό περίβολο μικρού μεγέθους,περίπου τετράγωνου σχήματος, ενισχυμένο απότετράπλευρους, ισοδομικά κτισμένους πύργους.Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του φρουρίου έχουν εντοπιστεί ίχνη κτισμάτων, τα οποία θα πρέπει να ανήκαν στην πολίχνη που υπήρχε δίπλα στο αρχαίο κάστρο.
    Περισσότερα...
    4ος αι. π.Χ.

    Το τείχος του Δέματος

    Στα βορειοανατολικά του Ασπροπύργου, γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα δυτικά των Άνω Λιοσίων, στο στενό πέρασμα μεταξύ Αιγάλεω και Πάρνηθας, βρίσκεται εκτεταμένο αρχαίο τείχος γνωστό ως «Δέμα» ή «Δέσις». Η ονομασία αυτή δεν είναι αρχαία· την επινόησαν οι κάτοικοι της περιοχής κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο, πιθανότατα στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς το τείχος «έδενε» τα δύο βουνά, κλείνοντας τη μεταξύ τους δίοδο. Το Δέμα είχε μήκος γύρω στα 4,5 χιλιόμετρα και είχε οικοδομηθεί προκειμένου να προστατεύει το μεγάλης στρατηγικής σημασίας πέρασμα, που οδηγούσε από τις Αχαρνές στο Θριάσιο Πεδίο. Από εκεί είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες, υπό τις διαταγές του Αρχίδαμου, στο Αχαρνικό Πεδίο κατά το 431 π.Χ., το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου· από τότε, το εν λόγω πέρασμα, το οποίο ο Θουκυδίδης (ΙΙ , 19) ονόμασε «Κρωπειά», αποτέλεσε τη βασικότερη δίοδο εισβολής των πελοποννησιακών δυνάμεων στην Αττική. Σήμερα από το πέρασμα αυτό διέρχονται σιδηροδρομική γραμμή και αυτοκινητόδρομος, που συνδέουν τα βόρεια προάστια των Αθηνών με το Θριάσιο Πεδίο.Το τείχος είχε κτιστεί από αδρά λαξευμένους πολυγωνικούς ογκόλιθους χωρίς συνδετική ύλη,ενώ τα κενά είχαν γεμιστεί από μικρότερους λίθους. Η οχύρωση δεν είναι ενιαία· αποτελείται από πολλαπλά μικρά, επικαλυπτόμενα τμήματα,που δημιουργούν στενούς διαδρόμους και εισόδους με επικλινείς ράμπες πίσω τους, για εύκολη πρόσβαση στην επίπεδη κορυφή του. Το πάχος των τειχών κυμαίνεται μεταξύ των 1,5 και 2,8 μέτρων. Στη μέση, περίπου, του μήκους του Δέματος ανοίγονταν δύο πύλες. Η βορειότερη οδηγούσε στον δήμο Οίης και η νοτιότερη στο Θριάσιο Πεδίο. Ίσως υπήρχε και τρίτη πύλη. Σε απόσταση 225 μέτρων ανατολικά του τείχους, έχει εντοπιστεί το Πίσω Τείχος, χαμηλό φράγμα από αργολιθοδομή μήκους 120 μέτρων περίπου, το οποίο βαίνει παράλληλα προς το κυρίως Δέμα. Το συνολικό του μήκος έχει υπολογιστεί στα 200 μέτρα. Στόχος του ήταν η παρε-μπόδιση εχθρικών στρατευμάτων προς την πεδιάδα των Άνω Λιοσίων, της οποίας την ανατολική πλευρά έφραζε. Το Πίσω Τείχος οικοδομήθηκε,κατά πάσα πιθανότητα, την ίδια εποχή με το Δέμα ή λίγο αργότερα. Πάντως, οι δύο οχυρώσεις μοιάζουν να αποτελούν μέρη του ίδιου οικοδομικού προγράμματος, καθώς το Πίσω Τείχος ενισχύει το Δέμα στο σημείο όπου το δεύτερο είναιπιο εύκολα προσπελάσιμο, και συνεπώς ευπρόσβλητο, λόγω της ομαλότητας του εδάφους.Αν και η χρονολόγηση της ανοικοδόμησης του Δέματος είναι αρκετά προβληματική, λόγω έλλειψης δεδομένων, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι την τοποθετούν στο α΄ μισό του 4ου αιώνα. Μάλιστα, το συνδέουν με τον Βοιωτικό Πόλεμο (378-377 π.Χ.) θεωρώντας ότι κατασκευάστηκε για να λειτουργήσει ως προμαχώνας ενός μεγάλου στρατού, που θα υπερασπίζονταν πολυάριθμοι οπλίτες, ιππείς και πελταστές. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Δέμα δεν οικοδομήθηκε για να αναχαιτίσει τους εχθρούς που θα κινούνταν προς την πόλη των Αθηνών, αλλά για να τους καθυστερήσει. Έτσι, ο αθηναϊκός στρατός, ενημερωμένος για την εχθρική επέλαση μέσω του ταχύτατου συστήματος των φρυκτωριών, θα προλάβαινε τους επιτιθέμενους πριν φτάσουν στην πόλη. Επιπλέον, το Δέμα δεν θα επέτρεπε τη διάβαση μιας μεγάλης στρατιάς σε πλήρη σχηματισμό, διευκολύνοντας, έτσι, τις δολιοφθορές, ιδίως στην οπισθοφυλακή.
    Περισσότερα...
    2ος αι. μ.Χ.

    Το Αδριάνειο υδραγωγείο

    Ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα, που χρονολογούνται στα ρωμαϊκά χρόνια, αποτελούν τα τμήματα υπόγειου αγωγού του Αδριάνειου υδραγωγείου, καθώς και τα ερείπια δεξαμενής, που εντοπίστηκαν στον χείμαρρο της Γιαννούλας, στα βόρεια και στα βορειοανατολικά του λόφου του Κυρίλλου. Ο αγωγός αυτός συνδεόταν με υπέργειο κτιστό αγωγό, που υδροδοτούσε την Ελευσίνα.Επίσης, έχει εντοπιστεί μικρό τμήμα υπόγειου αγωγού στην πλαγιά του χειμάρρου, νοτιότερα της παλαιάς γέφυρας του Αγίου Γεωργίου Ασπροπύργου. Πιθανότατα, το τμήμα αυτό ανήκε σε επιμέρους διακλάδωση του παραπάνω αγωγού, προκειμένου να υδροδοτηθεί η παράκτια περιοχή του ανατολικού Θριάσιου Πεδίου. Τμήματα υπέργειων αγωγών έχουν αποκαλυφθεί και στην Ελευσίνα, παράλληλα με τη σύγχρονη οδό Δήμητρας, κοντά στο Πομπιείο και στην απόληξη της Ιεράς Οδού. Το Αδριάνειο υδραγωγείο ήταν ένα μεγαλεπήβολο έργο, που στόχευε να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες υδροδότησης της Αθήνας. Το έργο ξεκίνησε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, στα πλαίσια των εκτεταμένων έργων που διενήργησε, προκειμένου να αναβαθμίσει και να κοσμήσει την πόλη των Αθηνών, την ιστορία και τον πολιτισμό της οποίας θαύμαζε. Ως προς τον ακριβή χρόνο κατασκευής του υδραγωγείου, υπάρχουν διαφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτό είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται ήδη από το 117 μ.Χ. και ότι αποπερατώθηκε το 161 μ.Χ., άλλοι κάνουν λόγο για το διάστημα μεταξύ 125 και 140 μ.Χ. και άλλοι προσδιορίζουν τον χρόνο κατασκευής του μεταξύ 134 και 140 μ.Χ.

    Ο τρόπος κατασκευής των αγωγών ήταν σχετικά απλός και ιδιαίτερα αποτελεσματικός: αρχικά διανοίγονταν, ανά 35-40 μέτρα, κατά μήκος της χαραγμένης διαδρομής, κατακόρυφα πηγάδια (φρέατα). Στη συνέχεια, από κάθε τέτοιο πηγάδι ξεκινούσε η διάνοιξη της σήραγγας και προς τις δύο κατευθύνσεις, μέχρι το τμήμα που ξεκινούσε από το ένα πηγάδι να συναντήσει το τμήμα που διανοιγόταν από το επόμενο, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μέθοδος αυτή επιτάχυνε κατά πολύ τους ρυθμούς διάνοιξης των σηράγγων, ενώ τα φρέατα παρείχαν αερισμό και φωτισμό, διευκολύνοντας ταυτόχρονα και την απομάκρυνση των προϊόντων της εκσκαφής. Η διαδρομή των σηράγγων φυλασσόταν μυστική, ενώ τα στόμια των φρεάτων σκεπάζονταν και παραλλάσσονταν μετά τη διάνοιξη κάθε τμήματος, ώστε να μη διακρίνονται εύκολα, ακόμα και από μικρή απόσταση. Κατά τον τρόπο αυτόν, λαμβάνονταν προφυλάξεις για το ενδεχόμενο εσκεμμένης μόλυνσης του νερού, είτε ως αποτέλεσμα δολιοφθοράς,είτε κατά τη διάρκεια τυχόν πολιορκίας της πόλης από κάποιον εχθρό. Ανάλογα με τον τύπο του υπεδάφους, οι αγωγοί αλλού ήταν λαξευμένοι μέσα στον φυσικό βράχο και αλλού πλινθόκτιστοι, προκειμένου να εμποδίζεται η κατάρρευση των μαλακών χωμάτινων τοιχωμάτων εντός του αυλού. Διέρχονταν σε βάθη 10 έως 40 μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους και η διατομή τους είχε σχήμα όρθιου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, με το άνω τμήμα αποστρογγυλεμένο (ύψος 1,60 μέτρα και πλάτος 70 εκατοστά.)
    Περισσότερα...
    Χρονολογία μη διαθέσιμη

    Ο Πύργος των Βαθυχωρίων

    Το Μεγάλο Βαθυχώρι εντοπίζεται σε οροπέδιο στα νότια του Πόρτο Γερμενό και στα βόρεια της κορυφής Κορώνα (761 μέτρα), στο βορειοδυτικό τμήμα του Πατέρα. Γύρω στο 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικά του Μεγάλου Βαθυχωρίου υψώνεται εντυπωσιακός πύργος κυκλικής διατομής. Το μνημείο σώζεται σε ύψος 12 μέτρων και διατηρείται σχεδόν ακέραιο, καθώς λείπει μόνο η ανώτατη σειρά των δόμων. Διέθετε τρεις ορόφους και στενά παράθυρα-τοξοθυρίδες. Είναι κατασκευασμένο με επιμέλεια από καλολαξευμένους ορθογώνιους ντόπιους ασβεστόλιθους. Ο πύργος, που περιβαλλόταν από ορθογώνιο περίβολο, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως φρυκτωρία-παρατηρητήριο και φαίνεται πως συνδεόταν με κάποιο αγρόκτημα, όπως προκύ πτει από το παρακείμενο κτηριακό συγκρότημα.Η ύπαρξη τοξοθυρίδων υποδεικνύει και την πιθανή παρουσία ένοπλης φρουράς.Κοντά στον πύργο έχουν εντοπιστεί τμήματα αρχαίου δρόμου, που οδηγούσε από τα Αιγόσθενα στα Μέγαρα, διασχίζοντας τα διάσελα του όρους Πατέρα και την πεδιάδα των Βαθυχωρίων. Κατά τόπους έχουν διατηρηθεί τα ίχνη από τις ρόδες των κάρων που θα τον διέσχιζαν σε καθημερινή βάση. Πρόκειται για τον «δρόμο των πύργων», την πιο σύντομη και προστατευμένη οδό που συνέδεε τη Μεγαρίδα με τη Βοιωτία, παρακάμπτοντας την Αττική. Σε σχέση με τον αρχαίο δρόμο, υπάρχουν πέντε ακόμα πύργοι στην ευρύτερη περιοχή των Βαθυχωρίων. Ένας από αυτούς σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και μεγάλο ύψος. Εντοπίζεται στο οροπέδιο του Μικρού Βαθυχωρίου. Το οικοδόμημα, γνωστό ως «Πύργος του Γερμενού», είναι τετράπλευρης διατομής, κατασκευασμένο από επιμελώς λαξευμένους λίθους κατά το ισόδομο σύστημα. Ο πύργος εντασσόταν σε συγκρότημα που πε ριελάμβανε διάφορα κτήρια και μία δεξαμενή. Ομοίως προς το μνημείο στο Μεγάλο Βαθυχώρι, ο Πύργος του Γερμενού πρέπει να λειτουργούσε ως παρατηρητήριο, φρυκτωρία και πιθανότατα σταθμός φρουράς, ενώ, παράλληλα, εντασσόταν σε αγρόκτημα.
    Περισσότερα...
    ×
    Αρχαιολογικοί Θησαυροί Μουσεία Φυσιολατρικός Τουρισμός Θρησκευτικά Μνημεία