Θρησκευτικά Μνημεία

Αρχική / Θρησκευτικά Μνημεία

  • Δυτική Αττική

  • 5ος αι. μ.Χ.

    Άγιος Ζαχαρίας

    Η τρίκλιτη βασιλική, που σώζεται στη βορειοανατολική γωνία της αυλής του αρχαίου ιερού και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ζαχαρία, αποτελεί ένα σημαντικότατο μνημείο του 5ου αιώνα. Στο ανατολικό τμήμα του μεσαίου κλίτους της βρίσκεται ομώνυμος μεταβυζαντινός ναΐσκος. Η χρονολόγηση της βασιλικής ενισχύεται και από κινητά ευρήματα, όπως ένα θωράκιο με διακόσμηση που περιλαμβάνει σταυρό μέσα σε κύκλο και τα γράμματα Α-Ω. Τα κατάλοιπα της βασιλικής, λείψανα από τις επιβλητικές κιονοστοιχίες της και το βαπτιστήριο στη βόρεια πλευρά του εξωνάρθηκα είναι ορατά από τον σημερινό επισκέπτη. Το βαπτιστήριο, το οποίο διαθέτει σταυ- ροειδή κολυμβήθρα και δύο συνεχόμενα επιμήκη διαμερίσματα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του σχήματός του, το οποίο παραπέμπει σε μικρασιατικά παραδείγματα, όπως της Περγάμου, της Μιλήτου και της Σμύρνης. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την επικοινωνία της Ελευσίνας με άλλα χριστιανικά κέντρα.
    Περισσότερα...
    6ος αι. μ.Χ.

    Eρείπια Πεντάκλιτης Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής

    Στην περιοχή του Πόρτο Γερμενό, εντός του αρχαίου τείχους των Αιγοσθένων, στέκονται τα ερείπια πεντάκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, κτισμένης στον πρώιμο 6ο αιώνα, με ψηφιδωτό δάπεδο στον νάρθηκα και στο μεσαίο κλίτος της. Το νότιο κλίτος επικοινωνούσε με βαπτιστήριο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε κτιστή κολυμβήθρα. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο (9ος-13ος αιώνας), κτίστηκε –κυρίως με αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση– κομψό ναΰδριο αφιερωμένο στην Παναγία, στα δυτικά της αψίδας της ερειπωμένης βασιλικής. Το μνημείο φέρει επιγραφές, όπως επί παραδείγματι η αφιερωματική επιγραφή της «πόλεως Αιγοσθενειτών» στον γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Φλάβιο Κλαύδιο Κωνσταντίνο, η οποία εντοπίστηκε στη βορειοανατολική γωνία. Λόγω των κτηριακών καταλοίπων του περιβάλλοντα χώρου, εικάζεται η ύπαρξη μονής. Έχουν βρεθεί νομίσματα του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου και του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, τα οποία οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο ναός λειτουργούσε κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα.
    Περισσότερα...
    11ος αι. μ.Χ.

    Άγιος Αθανάσιος

    O ναός του Αγίου Αθανασίου είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος, απλός τετρακιόνιος. Από το μνημείο αυτό προέρχεται η παράσταση της Αγίας Κυριακής που εκτίθεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών· πρόκειται για ένα από τα λίγα σωζόμενα δείγματα της τοιχογράφησης του ναού, μια υψηλής ποιότητας τοιχογραφία, που χρονολογείται στο α΄ μισό του 13ου αιώνα.Τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα οδηγούν στο συμπέρασμα πως η εκκλησία είτε ανήκε σε κάποια μικρή μονή, είτε κτίστηκε πάνω σε παλαιοχριστιανικό ναό. Αν και αρκετοί μελετητές εντάσσουν τον ναό στα χρόνια της πρώιμης Τουρκοκρατίας, η προσεκτικότερη μελέτη των επιμέρους στοιχείων του μας οδηγούν στην τοποθέτησή του στον 11ο αιώνα.
    Περισσότερα...
    11ος αι. μ.Χ.

    Η Μονή Οσίου Μελετίου

    Στα βόρεια της Οινόης, στη νοτιοανατολική πλευρά της Πάστρας και σε υψόμετρο 520 μέτρων, μέσα σε μια πευ- κόφυτη περιοχή, εντοπίζεται η μονή του Οσίου Μελετίου, η οποία μαγεύει τον επισκέπτη με την εκπληκτική θέα που διαθέτει προς τον κάμπο της Οινόης, αλλά και τα βουνά του Κιθαιρώνα και της Πάστρας. Ιδρύθηκε το β΄ μισό περίπου του 11ου αιώ- να από τον Όσιο Μελέτιο, οπαδό της πλήρους ακτημοσύνης, ο οποίος ίδρυσε άλλα 24 μετόχια, λόγω του μεγάλου αριθμού πιστών και μαθητών που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του. Τα μετόχια αυτά βρίσκονται σε διάφορες περιοχές της Αττικής και μερικά σώζονται μέχρι σήμερα. Η επιλογή του άνυδρου και εντελώς έρημου αυτού τόπου –στο δύσβατο όρος του Κιθαιρώνα, στα όρια Αττικής και Βοιωτίας, κοντά στη Μυούπολη, η οποία συμπίπτει με την αρχαία Οινόη– οφείλεται στην προσπάθεια του Μελετίου να ζήσει απομονωμένος, ώστε να αφοσιωθεί αναπόσπαστος στον ασκητικό βίο. Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά την εγκατάστασή του, πλήθος πιστών άρχισε να συρρέει εκεί. Έτσι, κατασκευάστηκαν κάποια κελιά. Με την πάροδο του χρόνου, το μοναστήρι άρχισε να επεκτείνεται. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έδωσε, μάλιστα, στη μονή του Οσίου Μελετίου προνόμια και προσόδους από τους φόρους της Αττικής. Έτσι, ο Όσιος Μελέτιος κατάφερε να αναπτύξει την πνευματική και φιλανθρωπική δράση της μονής. Το καθολικό του μοναστηριού ανεγέρθηκε τον 12ο αιώνα· πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό μικρού μεγέθους. Κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών αποτελούν τους μοναδικούς μάρτυ- ρες του αρχικού ζωγραφικού του διακόσμου του 12ου αιώνα.

    Στον κυρίως ναό και στη λιτή –τον ευρύχωρο νάρθηκα των μοναστηριακών ναών– οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στον 17ο αιώνα. Στο σημείο αυτό θα αναφερθούν ενδεικτικά μερικά από τα παραλαύρια, τα μετόχια –τα παραρτήματα, δηλαδή– της Μονής Οσίου Μελετίου στη Δυτική Αττική. Ένα από αυτά είναι η Ζωοδόχος Πηγή στο χωριό Πύλη (παλαιότερα Δερβενο- σάλεσι) του όψιμου 12ου αιώνα, η οποία πρέπει να ήταν γνωστή με το όνομα Μονή της Στέρνας. Επίσης, οι δύο ναοί του Αγίου Γεωργίου στις Ερυθρές (Κριεκούκι) και στο Πουρνάρι Οινόης, και οι δύο ιστάμενοι σήμερα, αποτέλεσαν παρα- λαύρια της μονής. Ο ναός στο Κριεκούκι, κτίσμα του 12ου αιώνα, σώζει πολύ καλής τέχνης τοιχογραφίες του 1790. Ένα τέταρτο παραλαύριο της μονής του Οσίου Μελετίου ήταν και η Αγία Παρασκευή στο Πουρνάρι Οινόης, που κτίστηκε τον 12ο αιώνα και βρίσκεται, πλέον, σε ερειπιώδη κατάσταση. Τέλος, δυτικά του μοναστηριακού συγκροτήματος του Οσίου Μελετίου, μέσα στο παρθένο πευκοδάσος, υπάρχει ένα ναΰδριο του 12ου αιώνα, αφιερωμένο στους Αγίους Θεοδώρους. Ένα από τα κιονόκρανα του ναού αυτού, χρονολογούμενο στον 12ο αιώνα, έχει μεταφερθεί στην αυλή της μονής του Οσίου Μελετίου. Ο μελετητές αντλούν δεδομένα για την ιστορία της μονής από τους δύο βίους του Οσίου Μελετίου, που έχουν γραφτεί από τον σύγχρονό του Θεόδωρο Πρόδρομο και τον επίσκοπο Μεθώνης Νικόλαο, 36 έτη μετά τον θάνατο του οσίου, το 1141, όταν η μονή αριθμούσε 300 μοναχούς. Παράλληλα, πολλά στοιχεία προκύπτουν και από την αλληλογραφία του Μιχαήλ Χωνιάτη, του λόγιου μητροπολίτη των Αθηνών, με τον καθηγού- μενο του μοναστηριού. Στα κείμενα αυτά υπάρχουν και κάποιες αμπελοοινικές πληροφορίες σχετικά με το πολύ καλής ποιότητας κρασί που παραγόταν εκεί.
    Περισσότερα...
    12ος αι. μ.Χ.

    Mονή του Αγίου Ιεροθέου

    Iδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο μικρό καθολικό της σημαντικότατης μονής του Αγίου Ιεροθέου, κοντά στα Μέγαρα, το οποίο ανήκε στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Το κτίσμα διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά τις παρεμβάσεις που δέχθηκε στην πορεία του χρόνου. Το παρεκκλήσιο στη βόρεια πλευρά του αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Για πολλά χρόνια η κάπνα από τα κεριά, που είχε συσσωρευτεί στους τοίχους του ναού, δεν επέτρεπε στις εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες να αναδείξουν την ομορφιά τους, παρότι ο ναός έγινε γνωστός το 1902 με σχετική δημοσίευση του Λαμπάκη (1899). Οι τοιχογραφίες αποτίναξαν τα σημάδια του χρόνου μετά από τον καθαρισμό και τη συντήρησή τους, που πραγματοποιήθηκε το 1978 με πρωτοβουλία της Α΄ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αττικής και της Διευθύνσεως Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

    Οι εργασίες αυτές αποκάλυψαν πως ο τρούλος φέρει τοιχογράφηση του 12ου αιώνα, η οποία είχε αντικαταστήσει παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών που ανάγεται στον 11ο αιώνα. Ο λαϊκός χαρακτήρας του καθολικού δεν επιτρέπει ακριβή χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο σύνολό τους. Ωστόσο, η τοιχογράφηση του τρούλου, καθώς και η ενδελεχής μελέτη των τοιχογραφιών εν γένει, τοποθετούν τον ναό με σχετική ασφάλεια στον 12ο αιώνα. Επιπλέον, ο ναός διασώζει και κάποιες μεταγενέστερες τοιχογραφίες, που τοποθετούνται στον 16ο ή στον 17ο αιώνα και αποδίδονται στον ζωγράφο Αντώνιο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιομορφία του εικονογραφικού προγράμματος του τρούλου, όπου υπάρχει η παράσταση ολόσωμου του Παντοκράτορα. Παρόμοια απεικόνιση υπάρχει και στον ναό του Χριστού κοντά στα Μέγαρα και χρονολογείται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα. Αναμφισβήτητα, η τελευταία τοιχογραφία έχει ως πρότυπο το παράδειγμα του Αγίου Ιεροθέου, καθώς τα δύο μνημεία βρίσκονται σε κοντινή απόσταση. Στον τρούλο του Αγίου Ιεροθέου υπάρχει, επίσης, παράσταση της Παναγίας, καθώς και της ετοιμασίας του θρόνου, όπως η επιγραφή μας πληροφορεί («Η ΕΤΗΜ ΑΣΗ Α»), πλαισιωμένες και οι δύο από ζεύγη αγγέλων. Τέλος, ανάμεσα στα οκτώ παράθυρα που διατρυπούν το τύμπανο του τρούλου έχουν απεικονιστεί ισάριθμοι προφήτες.
    Περισσότερα...
    12ος αι. μ.Χ.

    Ο Ναός του Χριστού

    Στον Ελαιώνα των Μεγάρων εντοπίζεται ένας ναός του 12ου αιώνα αφιερωμένος στον Σωτήρα Χριστό, όπου διατηρούνται πολύ καλής ποιότη τας τοιχογραφίες. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι απλός τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρία καμαροσκεπή κλίτη. Τυπολογικές και μορφολογικές ομοιότητες με αυτόν τον ναό διακρίνονται στον Αϊ-Γιώργη, επίσης του 12ου αιώνα, ο οποίος βρίσκεται στoν Ορκό, περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά από τον ναό του Χριστού.
    Περισσότερα...
    12-13ος αι. μ.Χ.

    Ναός Μεταμόρφωσης Του Σωτήρα στο Αλεποχώρι

    Σημαντικό βυζαντινό μνημείο της περιοχής, παρά τις μικρές του διαστάσεις, είναι ο ναός του Σωτήρα. Πρόκειται για καθολικό μονής έξω από το Αλεποχώρι, σε απόσταση 27 χιλιομέτρων από τα Μέγαρα, πλησίον της ακτής του Κορινθιακού. Το μικρό αυτό μοναστήρι είναι προσιτό είτε από τον παραλιακό οικισμό, το Κάτω Αλεποχώρι, είτε από τον οικισμό του Άνω Αλεποχωρίου. Η ευρύτερη περιοχή της μονής είναι απομονωμένη, καθώς βρίσκεται κρυμμένη σε δυσπρόσιτο πλάτωμα μέσα σε μια δασωμένη πλαγιά του όρους Πατέρας. Η θέση αυτή του μικρού μοναστηριακού συγκροτήματος έχει επιλεγεί με σοφία, καθώς παρείχε την απαιτούμενη ασφάλεια σε μια περίοδο που οι πειρατικές επιδρομές ταλαιπωρούσαν πολύ τους κατοίκους της Δυτικής Αττικής. Βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και παραμένει αθέατο, ακόμη και από κοντινή απόσταση. Επιπλέον, η θέα προς τον κόλπο των Αλκυονίδων είναι εντυπωσιακή, ενώ τα πεύκα, οι ελιές και τα κυπαρίσσια συνθέτουν ένα μαγευτικό τοπίο, το οποίο ταξιδεύει τον επισκέπτη πίσω στον χρόνο. Από το σύνολο του μοναστηριακού συγκροτήματος σώζεται το καθολικό, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, καθώς και κάποια προσκτίσματα. Η αρχική μορφή των τελευταίων έχει αλλοιωθεί εξαιτίας νεότερων μετασκευών. Επιπλέον, ο περίβολος της μονής έχει ανακαινιστεί σημαντικά κατά τη σύγχρονη εποχή.

    Το μοναστήρι δεν έχει πλέον μοναχούς· οι τελευταίοι το εγκατέλειψαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα τελευταία χρόνια, το Ίδρυμα Λεβέντη έχει χρηματοδοτήσει τη συντήρηση αυτού του σημαντικότατου βυζαντινού μνημείου. Το καθολικό ανήκει στον σταυρεπίστεγο μονόκλιτο αρχιτεκτονικό τύπο, όπως διαπίστωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος .Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μονόχωρο κτίσμα, η στέγαση του οποίου πραγματοποιείται εξωτερικά με δύο καμάρες που διαγράφουν με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού. Υπάρχει μόνο μία θύρα στη δυτική πρόσοψη και στα ανατολικά μία εξωτερικά ημιεξαγωνική αψίδα. Τα λιγοστά ανοίγματα του κτηρίου θα άφηναν το εσωτερικό του μισοσκότεινο, καθώς το φως θα ήταν λιγοστό. Η τοιχοποιία στο εξωτερικό του ναού, κάτω από το λευκό επίχρισμα που την κάλυψε σε κάποια μεταγενέστερη φάση, αποκαλύπτεται αρκετά απλή. Η μόνη όψη του ναού του Σωτήρα που παρουσιάζει φροντισμένη τοιχοποιία στο εξωτερικό είναι η ανατολική, συνήθης τακτική της αρχιτεκτονικής των βυζαντινών ναών. Εδώ, παρά το νεότερο επίχρισμα, διακρίνεται καθαρά η λαξευτή ισόδομη τοιχοποιία από κογχυλιάτη λίθο, ενώ ο απέριττος κεραμοπλαστικός διάκοσμος συμπληρώνει την επιμελημένη κατασκευή της αψίδας του ναού. Το ότι ο ναός του Σωτήρα αποτελεί κτίσμα της λαϊκής βυζαντινής αρχιτεκτονικής δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες στη χρονολόγηση του μνημείου. Παρ’ όλα αυτά, η ενδελεχής μελέτη του το εντάσσει στους ναούς της Ελλαδικής Σχολής του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Από τα κτίσματα που πλαισίωναν το καθολικό του μικρού μοναστηριού μόνο λίγα έχουν διασωθεί. Αυτά στην ανατολική και στη νότια πλευρά έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά.

    Η κύρια είσοδος του συγκροτήματος βρισκόταν αρχικά στα ανατολικά, ενώ η πύλη εισόδου που συναντά ο σύγχρονος επισκέπτης ανάγεται στον 18ο αιώνα. Στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος σώζονται τρία ισόγεια κελιά σε πολύ καλή κατάσταση. Στεγάζονται εξωτερικά με δίρριχτη στέγη και εσωτερικά με κυλινδρική καμάρα. Οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρές, διαθέτουν ανοίγματα προς την εσωτερική αυλή, πολύ μικρά παράθυρα προς τα έξω και ερμάρια. Ένα από αυτά εί- ναι εφοδιασμένο με τζάκι, προσθήκη που υποδεικνύει ότι ανήκε στον ηγούμενο. Λόγω των το- ξωτών ανοιγμάτων των εισόδων, η χρονολόγησή τους ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στα δυτικά του μοναστηριακού συγκροτήματος, οριοθετώντας τη βορειοδυτική του γωνία, εντοπίζεται κτίσμα, το οποίο έχει ταυτιστεί με την τράπεζα της μονής. Πρόκειται για τον χώρο όπου γευμάτιζαν οι μοναχοί. Αργότερα, στον ίδιο χώρο λειτουργούσε και το μαγειρείο, ενώ στη νότια πλευρά προστέθηκε και ένας μεγάλος φούρνος. Η τράπεζα στεγαζόταν με καμάρα εσωτερικά και με δίρριχτη στέγη εξωτερικά. Στη νοτιοδυτική γωνία της μονής σώζονται τα κατάλοιπα δύο επιμήκων, καμαροσκεπών χώρων διαφορετικών εποχών. Η εξαιρετικά κακή τους διατήρηση δεν επιτρέπει στους μελετητές του μνημείου να καθορίσουν τη λειτουργία των κτισμάτων αυτών. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στον τοίχο του ενός από αυτά τα δύο ερειπωμένα κτήρια έχει διαμορφωθεί κρήνη, σε σημείο σχεδόν απέναντι από το καθολικό. Τα χαρακτηριστικά της κρήνης τοποθετούν την κατασκευή της στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει εντοπιστεί κάποια δεξαμενή ή οποιαδήποτε άλλη παροχή νερού, η οποία θα μπορούσε να τροφοδοτεί την κρήνη αυτή με νερό. Οι εσωτερικές όψεις των τοίχων του καθολικού διασώζουν πολύ σημαντικές τοιχογραφίες, που χρονολογούνται –βάσει εικονογραφικών και στυλιστικών κριτηρίων– στο β΄ μισό του 13ου αιώνα· συγκεκριμένα, στην εικοσαετία 1260-1280. Μάλιστα, σώζεται και η κτητορική επιγραφή, η οποία –αν και δεν φέρει χρονολογία– αποκαλύπτει το όνομα και την ιδιότητα του κτήτορα, του ιερέα Λέοντα Κοκκαλάκη.
    Περισσότερα...
    14-15ος αι. μ.Χ.

    Άγιος Νικόλαος

    Ο Άγιος Νικόλαος στις Άκρες Μεγάρων –κτισμένος στους πρόποδες του όρους Πατέρας, στα νότια της ράχης Ντόσκουρη– βρίσκεται γύρω στα 4 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού, κοντά στη Μονή Παναχράντου. Πρόκειται για ναό σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο, όπου εντοπίζονται κίονες και κιονόκρανα σε δεύτερη χρήση. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η βάση περιρραντηρίου από πορφυρή πέτρα στη δυτική πλευρά της εκκλησίας. Το μνημείο αυτό μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια των Παλαιολόγων, δηλαδή μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα.
    Περισσότερα...
    14-15ος αι. μ.Χ.

    Μονή Κλειστών

    Η περιήγηση στα μνημεία της περιοχής ξεκινά από τη Μονή Κλειστών. Η μονή βρίσκεται 20 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας και εντοπίζεται στην Πάρνηθα, έξω από τον οικισμό της Χασιάς. Συγκεκριμένα, βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί από το χωριό της Χασιάς στο φρούριο Θρασυβούλου (φρούριο της Φυλής) και απέχει από αυτό 2 χιλιόμετρα βορειοδυτικά, σε μια βαθιά κοιλάδα που δημιουργείται μεταξύ τον υψωμάτων Καλαμάρα και Μόλα. Η περιοχή αυτή ήδη από την αρχαιότητα ήταν πρωτευούσης σημασίας. Λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι, περνούσε η μεγάλης στρατηγικής σημασίας διάβαση προς τα Βοιωτικά Πεδία, η «Κλεισώρεια» των Βυζαντινών ή «Δερβένι της Χασιάς», όπως αποκαλείτο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Από τη θέση της αυτή πήρε το όνομά της, «Μονή Κλειστών» ή απλώς «Κλείστα». Πράγματι, η μονή περιβάλλεται βόρεια από το ύψωμα Παγανιά ή Άρμα (767 μέτρα), νότια από τα υψώματα Αλογοράχη (500 μέτρα) και Κιάφα (365 μέτρα), δυτικά από την κορυφογραμμή Θοδώρα και Καλλινίκο (540 μέτρα) και τέλος, ανατολικά από την κορυφογραμμή Ταμίλθι (898 μέτρα). Κάτω από τη μονή ρέει ένας από τους παραποτάμους του χειμάρρου Γκούρα ή Γιαννούλα.

    Στη μονή φυλάσσονται, εκτός των ιερών οστών, πολύτιμα κειμήλια, όπως ένα χειρόγραφο Ευαγγελίου του 1881, καθώς και δύο χρυσά άγια ποτήρια, από τα οποία το ένα φέρει επιγραφή με τη χρονολογία 1816. Το αρχείο της μονής, που πλέον δεν βρίσκεται εντός αυτής, είναι πλούσιο σε έγγραφα του 18ου αιώνα, κυρίως καταγραφές της κτηματικής της περιουσίας. Μέσα από αυτά εντοπίζονται και οι ονομασίες, που χρησιμοποιούνταν για τη μονή. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι «Παναγία των Κλισών», «Παναγία των Κλησών» και «Παναγία Κλισιότισσα της Χασάς». Τέλος, σε σφραγίδα της μονής, που απαντά σε έγγραφο του 1819, αναγράφεται η φράση «Σφραγής της αγίας μονής εκκλησηώτησας». Η ορθότερη και τελικά επικρατούσα ονομασία είναι «Παναγία των Κλειστών» ή «Κλειστιώτισσα». Κατά τον Καμπούρογλου (1889-1892, τ. Β΄, σελ. 238), στον νάρθηκα του καθολικού αναγραφόταν, το έτος 1204, επιγραφή που πλέον δεν διακρίνεται λόγω του νεότερου επιχρίσματος. Έτσι, δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν η πληροφορία αληθεύει. Επίσης, εντοιχισμένο στο εσωτερικό της εισόδου του περιβόλου του μοναστηριού βρίσκεται μαρμάρινο ανάγλυφο με δικέφαλο αετό, το σύμβολο του Βυζαντίου. Με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η μονή είχε πιθανώς ιδρυθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν σαφή κατάλοιπα που να καθιστούν την υπόθεση αυτή ασφαλή. Πάντως, στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η πληροφορία πως κάποιος από τους ηγούμενους της μονής καταγόταν από τους Καματερούς, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής σχέση του με αυτούς.

    Οι Καματεροί ήταν επιφανής οικογένεια, τα μέλη της οποίας είχαν αναλάβει σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την Άλωση από τους Σταυροφόρους, το 1204. Οι Καματεροί, μάλιστα, είχαν σχέση με την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών. Το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στην Παναγία, είναι δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και η ανέγερσή του τοποθετείται στον 17ο αιώνα. Στη βόρεια πλευρά του καθολικού εντοπίζεται προσκολλημένο σε αυτό παρεκκλήσι, μονόκλιτο σταυροειδές. Η κάτοψή του είναι τετράγωνη και οι κεραίες του σταυρού ισοσκελείς, εγγεγραμμένες στους τοίχους. Το κωνικό σχήμα που δόθηκε στον τρούλο είναι μεταγενέστερο. Η διαμόρφωση και οι μικρές διαστάσεις του παρεκκλησίου αυτού, το σχήμα της Αγίας Τράπεζας που παραπέμπει σε λεκάνη, καθώς και η διαμόρφωση του κάτω μέρους των τοίχων του καθολικού και των θολωτών κελιών, οδηγούν στο συμπέρασμα πως πριν από την ίδρυση της μονής υπήρχε εδώ, πιθανότατα, ένα είδος ασκηταρειού, το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε μοναστήρι. Οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του καθο- λικού αποκαλύφθηκαν στο α΄ μισό του 20ού αιώνα. Τότε, συγκεκριμένα το 1932, η Μονή Κλειστών μετατράπηκε σε γυναικείο μοναστήρι. Τα κελιά που συναντά ο σημερινός επισκέπτης ανακατασκευάστηκαν μετά από πυρκαγιά. Ο Ορλάνδος (1933, σελ. 27), ο οποίος αναφέρεται στην πυρκαγιά αυτή, δεν προσδιορίζει την ακριβή της ημερομηνία. Στη βρύση, πίσω από τον ναό, εντοπίζεται η χρονολογία 1677, ενώ πάνω από το παράθυρο στον εξωτερικό τοίχο του ιερού βήματος αναγράφεται η χρονολογία 1742.
    Περισσότερα...
    16-17ος αι. μ.Χ.

    Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής

    Ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής είναι η σπουδαιότερη εκκλησία του Ασπροπύργου. Βρίσκεται στη θέση ανάμεσα στο Στεφάνι και στο Μούλκι, δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του οικισμού, στον δρόμο προς Αθήνα. Η θέση όπου κτίστηκε θεωρείται τόσο από την παράδοση όσο και από νεότερα έγγραφα, τσιφλίκι του Στεφάν πασά, γι’ αυτό και έχει διατηρηθεί και η ονομασία Στεφάνι. Άλλωστε, στέκουν ακόμη τα ερείπια των υποστατικών του, τα οποία είναι ορατά από τον σύγχρονο επισκέπτη. Ωστόσο, άγνωστο παραμένει πότε περιήλθε στην κατοχή του. Πάντως, αν δεχθούμε ότι ο ναός κτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, τότε η περιοχή πρέπει να περιήλθε σε αυτόν αργότερα, καθώς ήταν απίθανο μέσα σε τουρκικό τσιφλίκι να κτιστεί εκκλησία. Ο ναός είναι ένα μονόχωρο δρομικό σταυρεπίστεγο κτίσμα και χρονολογείται στα μέσα του 16ου-αρχές 17ου αιώνα. Ο τύπος αυτός είναι μια εκφυλισμένη μορφή σταυρεπίστεγης εκκλησίας, με σαφή την επίδραση της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατάγραφοι.

    Οι σωζόμενες, όμως, τοιχογραφίες είναι δυσδιάκριτες, λόγω του επιχρίσματος στο κάτω μέρος των τοίχων, καθώς και λόγω ενός παχέος στρώματος κάπνας, που έχει καλύψει κάποιες από αυτές. Η πρώτη τοιχογράφηση, τουλάχιστον του ιερού, πρέπει να είναι σύγχρονη ή σχεδόν σύγχρονη με την ανέγερσή του, ενώ η διακόσμηση της εγκάρσιας καμάρας, που διατρέχει τον ναό, είναι μεταγενέστερη. Έχουν εκφραστεί δύο εκδοχές σχετικά με το θέμα αυτό. Η πρώτη υποστηρίζει πως, πιθανότατα, γκρεμίστηκε η καμάρα το 1701, όποτε και καταστράφηκαν οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού, γι’ αυτό και δεν έχει εντοπιστεί παλαιότερο στρώμα. Μετά την καταστροφή ανακαινίστηκε, χωρίς όμως η καμάρα να φέρει ζωγραφικό διάκοσμο, παρά μόνο το υπόλοιπο του ναού. Η δεύτερη άποψη, η οποία θεωρείται και η πιθανότερη, υποστηρίζει πως εικονογραφήθηκε όλος ο ναός εκτός του ιερού, γιατί η ζωγραφική διακόσμηση του τελευταίου είχε γίνει νωρίτερα, όπως φαίνεται, το 1701. Αργότερα, πιθανώς κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών (1770-1779), καταστράφηκε η καμάρα, οπότε και επισκευάστηκε με τη σημερινή της μορφή. Αυτή η άποψη φαίνεται ορθότερη, αφενός λόγω της μορφής της καμάρας και αφετέρου λόγω ενός ακιδογραφήματος που υπάρχει πάνω στον κάμπο του Αγίου Νικολάου, το οποίο αναγράφει «1800 ολ(η)κτίσθη», και αναφέρεται ενδεχομένως στην επισκευή του. Τέλος, η δεύτερη άποψη πιθανότατα εξηγεί και την έλλειψη ζωγραφικού διακόσμου στην καμάρα.
    Περισσότερα...
    17ος αι. μ.Χ.

    Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

    Μια άλλη εκκλησία της περιοχής είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Πρόκειται για τον ναό του παλιού νεκροταφείου της περιοχής. Τόσο στα βυζαντινά, όσο και στα μεταβυζαντινά χρόνια, η σύνδεση του ενοριακού ναού με το νεκροταφείο του οικισμού ήταν αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο. Σήμερα, ο χώρος του ναού έχει διαμορφωθεί σε περιοχή πρασίνου. Πρόκειται για μονόχωρη δρομική βασιλική και αποτελεί, μάλιστα, ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα αυτού του τύπου, με οξυκόρυφο θόλο. Το τέμπλο είναι ξύλινο και σίγουρα προϋπήρχε κάποιο λίθινο, πράγμα ιδιαίτερα σύνηθες στα μεταβυζαντινά μνημεία της περιοχής. Στο εξωτερικό τμήμα της αψίδας, ψηλά στο κλειδί, διακρίνεται εντοιχισμένο τμήμα μαρμάρινου επιθήματος, ενώ χαμηλότερα, θα ήταν τοποθετημένα τρία σκυφία.
    Περισσότερα...
    19ος αι. μ.Χ.

    Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήτος

    Ο ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος ή Αγία Σωτήρα όπως αποκαλείται και κτίστηκε το 1893.Γυρίζουμε χρόνια πίσω στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τότε στα Βίλια υπήρχαν τρεις ενορίες, της Παναγίτσας με τον Άγιο Δημήτριο η μία, του Αγίου Αθανασίου η δεύτερη και των Ταξιαρχών η τρίτη. Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους το τότε Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης δηλαδή το σημερινό Υπουργείο Παιδείας το έτος 1858 έκρινε ότι η κωμόπολη Ειδυλλίας (η τότε ονομασία των Βιλίων) να αποτελείται από μία μόνο ενορία, δηλαδή των Ταξιαρχών, και έτσι έγινε. Ο ιερός ναός των Ταξιαρχών προϋπήρχε του ναού της Μεταμορφώσεως Σωτήρος αλλά μετά την ένωση των ενοριών το 1858 στις μεγάλες εορτές δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει όλους τους κατοίκους της περιοχής Ειδυλλίας καθορίζοντας έτσι επιτατική ανάγκη την ανέγερση νέου ναού. Ο ναός αυτός όμως ήταν μικρός σε μέγεθος σε σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής και έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη ανέγερσης ενός νέου μεγαλύτερου ναού.
    Περισσότερα...
    ×
    Αρχαιολογικοί Θησαυροί Μουσεία Φυσιολατρικός Τουρισμός Θρησκευτικά Μνημεία